παμπόνηρος

παμπόνηρος
η , ο [ος , ον ] очень хитрый, хитроумный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παμπόνηρος" в других словарях:

  • παμπόνηρος — thoroughly depraved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπόνηρος — η, ο (ΑΜ παμπόνηρος, ον) πάρα πολύ πονηρός, πάρα πολύ κακός («Παύσων ὁ παμπόνηρος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. τετραπέρατος, διαβολεμένος, πανέξυπνος 2. φρ. «παμπόνηρη αλεπού» ύπουλος άνθρωπος νεοελλ. μσν. αυτός που υποκρίνεται τον αγαθό ενώ στην… …   Dictionary of Greek

  • παμπόνηρος — η, ο ο πολύ πονηρός, πονηρότατος: Είσαι παμπόνηρη αλεπού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παμπονήρως — παμπόνηρος thoroughly depraved adverbial παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπόνηρον — παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem acc sg παμπόνηρος thoroughly depraved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπονηρότατος — παμπόνηρος thoroughly depraved masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπονήροις — παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπονήρου — παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπονήρους — παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπονήρων — παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπονήρῳ — παμπόνηρος thoroughly depraved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»